-
1 θάνατος
θᾰνᾰτος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον.)1 deathἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
ὥρᾳ ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε ( μόρον coni. Mommsen) O. 10.105ὀλέσσαι οἰκτροτάτῳ θανάτῳ P. 3.42
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.186
ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός P. 6.39
νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (Er. Schmid, Wil.: θάνατον v. l.) P. 11.57τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον Πελίαο παῖς N. 4.59
ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται N. 7.19
πεῖραν ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι N. 9.29
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” N. 10.77 “ θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” N. 10.83 ]τό οἱ ἔτει θανατο[ Pae. 22.10
]μαν θάνατον[ Δ. 1. 3. Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος τὸν ἱρόθυτον θάνατον (τὸν ἱρ. θα. secl. Sternbach) fr. 78. 3. θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ' ἐλάφῳ (sc. κύων) fr. 107a. 4. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ fr. 131b. 1. -
2 οἰκτρός
οἰκτρός ( οἶκτος), mitleidswerth, beklagenswerth, elend; Hom. vrbdt οἴκτρ' ὀλοφύρεσϑαι, erbärmlich klagen, z. B. Od. 4, 719; τούτων καὶ οἰκτρότερ' ἄλλ' ἀγορεῦσαι, 11, 381; οἰκτροτάτην ἤκουσα ὄπα, 421; vgl. Soph. κατά μοι βόασον οἰκτρὰν ὄπα, τοῖς ἔνερϑ' Ἀτρείδαις, die klagende Stimme, El. 1067; οἰκτροὺς λόγους, Eur. I. A. 981, οἰκτρὸν δάκρυ, Suppl. 96, οἰκτρὸν ἀνεβόασεν, Hel. 184; συμφορᾶς οἰκτρᾶς, Pind. Ol. 7, 77; οἰκτροτάτῳ ϑανάτῳ, P. 3, 42; στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν, Aesch. Prom. 433; ἄλοχος, Suppl. 59; ὡς οἰκτρῶς ἔχω, Soph. Tr. 1069; bei Eur. im superl., οἰκτρότατα ἄχεα, Med. 649; in Prosa, ἕτερα τούτου πεπόνϑαμεν οἰκτρότερα, Her. 7, 46; οἰκτρὸν ἂν εἴη τὸ πάϑος, Plat. Phaed. 90 c; Folgde; bei Agath. 4 (V, 216) οἰκτρότατος im Ggstz von ὑπερφίαλος. Den unregelmäßigen superl. οἴκτιστος s. oben.
-
3 ὄλλῡμι
ὄλλῡμι (ΟΛ), fut. ὀλῶ, ep. ὀλέσω, Od. 13, 399, Hes. O. 182, auch ὀλέσσω, Il. 12, 250 Od. 2, 49, aor. ὤλεσα, u. nicht augmentirt bei Hom. ὄλεσσα, ὄλεσκεν Bekker Il. 8, 270 statt ὄλεσσεν, perf. ὀλώλεκα, med. ὄλλυμαι, fut. ὀλοῦμαι, aor. ὠλόμην, ὀλέσϑαι (οὐλόμενος, s. besonders), u. der Bdtg nach dazu gehörig perf. II. ὄλωλα, sehr Späte haben auch einen aor. ὀλεσϑῆναι, vgl. Lob. Phryn. 852; – vernichten, verderben, tödten, im pass. vernichtet, getödtet werden; Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους, Il. 10, 201; οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, 4, 451, öfter in dieser Zusammenstellung; Ἕκτωρ ἧφι βίηφι πιϑήσας ὤλεσε λαόν, richtete es zu Grunde, 22, 107; πόλιν ἔπραϑον, ὤλεσα δ' αὐτούς, Od. 9, 40; auch von leblosen Dingen, νῦν ἐφάμην νῆάς τ' ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιοὺς ἂψ ἀπονοστήσειν, Il. 8, 498, vgl. Od. 23, 319; πόλιν, 9, 188; γένος ἀμὸν ὀλέσσαι οἰκτροτάτῳ ϑανάτῳ, Pind. P. 3, 41; ἄνδρας, Ol. 1, 79; ἰοὶ προςπιτνόντες ὤλλυσαν, Aesch. Pers. 453; ναυτικὸς πεζὸν ὤλεσε στρατόν, 714; Οἰδιπόδα γένος ὠλέσατε πρυμνόϑεν, Spt. 1048, öfter; ἥδ' οὖν ϑανεῖται καὶ ϑανοῦσ' ὀλεῖ τινα, Soph. Ant. 867; νῦν γὰρ ϑεοί σ' ὀρϑοῦσι, πρόσϑε δ' ὤλλυσαν, O. C. 395; geradezu tödten, τοὺς δὲ δισσάρχας ὀλέσσας βασιλεῖς, Ai. 383, öfter; ὃ καὶ γῆν καὶ πόλεις ὄλλυσι, Eur. Or. 524, u. oft in der Bdtg »tödten«. In Prosa ist das compos. ἀπόλλυμι im Gebrauch, aber sp. D. haben das simpl. in dieser Bdtg. – Dst auch = verlieren, ohne daß die eigene Schuld daran immer hervorträte; bes. im aor. ὤλεσα, εἵως φίλον ὤλεσε ϑυμόν, Il. 11, 342 u. öfter, auch αὐτὸς δ' ὤλεσε ϑυμὸν ὑφ' Ἥκτορος, er verlor sein Leben durch Hektor, 17, 616; öfter ψυχήν, μένος, ἦτορ; ἑταίρους ὤλεσε καὶ νῆα, Od. 19, 274; ἄγραν ὤλεσα, Aesch. Eum. 143, πόνον, Ag. 54. – Med. umkommen, bes. eines gewaltsamen Todes sterben, u. verloren gehen; ὡς Ἀγαμέμνων ὤλεϑ' ὑπ' Αἰγίσϑοιο δόλῳ, Od. 3, 235; ὤλετ' ὀλέϑρῳ ἀδευκέϊ, 4, 489, öfter; auch κακὸν οἶτον ὄληαι, Il. 3, 417, wie ὀλέεσϑε κακὸν μόρον, im bösen Tode, 21, 133; von Sachen, νῦν ὤλετο πᾶσα κατ' ἄκρης Ἴλιος, ging unter, 13, 772, ὤλετο μέν μοι νόστος, 9, 413, ging verloren. wie τοῦ δ' ὤλετο νόστιμον ἦμαρ, Od. 1, 168; δόλοις ὀλούμεϑα, Aesch. Ch. 875; ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕϑεν, Suppl. 65, öfter; im opt. aor. als Verwünschungsformel, ὄλοιϑ' ὃς πόλει μεγάλ' ἐπεύχεται, Spt. 434, δυςπαλάμως ὄλοιο, Suppl. 847, wie ὀλοίμαν, ὄλοιο, ὄλοιντο, Soph. O. R. 664 El. 283 Trach. 382; ὡς ὄλοιτο παγκάκως, Eur. Hipp. 407; ὤλλυϑ' ὡς ἀναξίως, Soph. Phil. 680; ὴνίκ' ὤλλυτο πόλις, Eur. Hec. 767; κεραυνῷ ὀλέσϑαι, Andr. 1194; Arr. u. sp. D. – Das perf. ὄλωλα, ich bin untergegangen, Il. 24, 384, υἱὸς γάρ οἱ ὄλωλε μάχῃ ἔνι 15, 111; οἱ ὀλωλότες, die Todten, Aesch. Ag. 337; μαντευσόμεσϑα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος, 13401 Soph. O. R. 126 u. öfter; oft bes. bei Att, = verloren sein, zu Grunde gehen, ἐσϑίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα, Od. 4, 318; ὄλωλα τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ, Soph. El. 664; οἴχωκ', ὄλωλα, Ai. 880, öfter, wie auch sp. D., Anacr. 33, 9. – In Prosa ist das comp. ἀπόλλυμι im Gebrauch.
-
4 οἰκτρός
1 sad, pitiful λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκύ” O. 7.77 “ οἰκτροτάτῳ θανάτῳ” P. 3.42
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий